περιγενόμενοι

περιγενόμενοι
οι оставшиеся в живых, уцелевшие, выжившие, спасшиеся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιγενόμενοι" в других словарях:

  • περιγενόμενοι — περιγίγνομαι to be superior to aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»